Του Σπύρου Δημητρέλη - Capital.gr
Στο παρά ένα της εκπνοής του 2018, δηλαδή ακόμη και μερικές ώρες πριν αλλάξει ο χρόνος, η φορολογική διοίκηση επέδιδε με δικαστικούς επιμελητές ειδοποιητήρια για τη βεβαίωση φόρων σε εκατοντάδες φορολογούμενους.
Μάλιστα, σημειώθηκε και περιστατικό όπου η επίδοση έγινε αργά το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Ο λόγος; Η διακοπή της παραγραφής φορολογικών υποθέσεων για τις οποίες έχει ξεκινήσει ο φορολογικός έλεγχος και έπρεπε να γίνει η βεβαίωση του πρόσθετου φόρου μετά την ολοκλήρωση του.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr η συντριπτική πλειονότητα των ειδοποιητηρίων που επιδόθηκαν αφορούσαν:
- βεβαίωση πρόσθετων φόρων και τόκων για τη φορολογική χρήση 2012 μετά από άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών των ελεγχόμενων. Συγκεκριμένα, αφορούσαν υποθέσεις που περιλαμβάνονται στα λεγόμενα CD των οικονομικών εισαγγελέων με την κίνηση λογαριασμών άνω των 100.000 ευρώ. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις ο έλεγχος έγινε με τη συνδρομή του ειδικού λογισμικού που διαθέτει η φορολογική διοίκηση και ο οποίος απομονώνει τις πρωτογενείς καταθέσεις ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς των ελεγχόμενων. Στη συνέχεια γίνεται σύγκριση με τα ποσά που έχει δηλώσει ως εισόδημα ο φορολογούμενος στη φορολογική του δήλωση και εφόσον υπάρχει αρνητική διαφορά αυτή θεωρείται εισόδημα που δεν δηλώθηκε με αποτέλεσμα να προκύπτει "αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας" και να βεβαιώνεται πρόσθετος φόρος και τόκοι
- υποθέσεις φορολογίας κεφαλαίου οι οποίες αφορούν ακίνητα τα οποία μεταβιβάστηκαν ή κληρονομήθηκαν και η αξία τους δεν υπολογίστηκε με το αντικειμενικό σύστημα αλλά βάση δηλώσεως του κληρονόμου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή είναι 20ετής και ο ιδιοκτήτης καλείται στην εφορία για επανυπολογισμό της αξίας των ακινήτων που απέκτησε με τη συνδρομή των "συγκριτικών στοιχείων" που διαθέτει η εφορία από μεταβιβάσεις ομοειδών ακινήτων στην ίδια περιοχή
Φοροτεχνικοί μιλούν με βεβαιότητα για επερχόμενο μεγάλο κύμα ενδικοφανών προσφυγών στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) από την πρώτη κατηγορία των φορολογούμενων που έλαβαν ειδοποιητήριο βεβαίωσης φόρων καθώς υποστηρίζουν ότι σε πολλές περιπτώσεις γίνονται λάθη κατά τον έλεγχο.
Για παράδειγμα, αναφέρουν ότι καταγράφονται ως πρωτογενείς καταθέσεις ποσά τα οποία όμως δεν είναι πρωτογενή, όπως για παράδειγμα αναλήψεις από έναν τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου και κατάθεση σε άλλον.
Η ΔΕΔ καλείται στη συνέχεια να υπολογίσει τα πραγματικά ποσά που θεωρούνται "αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας" και να διαγράψει μέρος των πρόσθετων φόρων που έχουν βεβαιωθεί.