Η ανοσιακή απάντηση ποικίλλει σημαντικά μεταξύ ασθενών με ήπια νόσο COVID-19. Μάλιστα, σε ορισμένους ασθενείς δεν φαίνεται να αναπτύσσονται αντισώματα (!) και σε μεγάλο μέρος των ασθενών μειώνονται κατακόρυφα μέσα σε λίγες εβδομάδες.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν Κινέζοι ερευνητές από το Public Health Clinical Centre της Σανγκάης, οι οποίοι διερεύνησαν τη συσχέτιση μεταξύ ήπιας νόσου COVID-19 και της μετέπειτα ανάπτυξης αντισωμάτων.
Η μελέτη τους δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό JAMA Intern Med και τα ευρήματα συνοψίζουν οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής του ΕΚΠΑ Ιωάννης Ντάνασης, Ευάγγελος Τέρπος (Καθηγητής Αιματολογίας) και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ).
Στη μελέτη συμμετείχαν 175 ασθενείς με μέση ηλικία τα 50 έτη, οι οποίοι είχαν ήπια συμπτώματα της νόσου COVID-19 και θετική δοκιμασία PCR για τον ιό SARS-CoV-2. Οι ασθενείς νοσηλεύτηκαν τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2020 για μια διάμεση περίοδο νοσηλείας 16 ημερών, ενώ η διάμεση διάρκεια της νόσου ήταν οι 22 ημέρες.
Κατά την έξοδό τους από το νοσοκομείο, τα επίπεδα των εξουδετερωτικών αντισωμάτων, τα οποία είναι απαραίτητα, ώστε να αντιμετωπιστεί ο ιός από το ανθρώπινο σώμα, εμφάνισαν μεγάλη διακύμανση μεταξύ των ασθενών. Μάλιστα σε 10 ασθενείς δεν ανιχνεύονταν, ενώ στο 30% των ασθενών ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Επιπλέον, σε 117 από τους 175 ασθενείς αξιολογήθηκε ο τίτλος των εξουδετερωτικών αντισωμάτων 2 εβδομάδες αργότερα. Παρατηρήθηκε μια σημαντική μείωση σε σχέση με την πρώτη μέτρηση, ενώ στους 10 ασθενείς που αρχικά δεν είχαν ανιχνευτεί παρέμειναν μη ανιχνεύσιμα.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση της μελέτης ήταν ότι ο τίτλος των εξουδετερικών αντισωμάτων ήταν σημαντικά υψηλότερος στους γηραιότερους ασθενείς συγκριτικά με τους νεότερους. Οι ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας είχαν επίσης υψηλότερες τιμές C-αντιδρώσας πρωτεΐνης και μικρότερο αριθμό λεμφοκυττάρων κατά την εισαγωγή στο νοσοκομείο συγκριτικά με τους νεότερους.
Συμπερασματικά, οι συγγραφείς καταλήγουν ότι τα αποτελέσματά τους είναι προκαταρκτικά και απαιτούνται περαιτέρω σχετικές μελέτες, ενώ η ικανότητα των εμβολίων να επάγουν ανοσιακή απάντηση και η πιθανή ανάγκη για επαναληπτική δόση θα αξιολογηθεί στις τρέχουσες κλινικές μελέτες εμβολίων.