Εκτός από τις λίγες περιπτώσεις όπου η αιτιολογία του διαβήτη είναι πολύ συγκεκριμένη (όπως στους διάφορους «ειδικούς» τύπους), οι παράγοντες που συμβάλλουν στο να εκδηλώσει κάποιος διαβήτη είναι συνήθως πολλοί και δρουν ταυτόχρονα.
Ας τα δούμε ξεχωριστά:
Για τον διαβήτη τύπου 1:
Η κληρονομικότητα παίζει σίγουρα κάποιο ρόλο, όσον αφορά την προδιάθεση ενός ατόμου να αναπτύξει διαβήτη. Ωστόσο πολλοί διαβητικοί τύπου 1 δεν είχαν ποτέ κανέναν συγγενή με διαβήτη. Όταν η πιθανότητα ενός παιδιού να εμφανίσει διαβήτη τύπου 1 είναι γενικά 0,5-1%, αυτή γίνεται περίπου 2% αν η μητέρα του έχει διαβήτη τύπου 1, περίπου 6% αν πάσχει ο πατέρας και περίπου 15-20% αν πάσχουν και οι δύο γονείς.
Εκτός από την κληρονομικότητα, το περιβάλλον παίζει επίσης κάποιο ρόλο, χωρίς όμως να υπάρχουν ατράνταχτα στοιχεία για συγκεκριμένους παράγοντες. Έχουν γίνει υποθέσεις για διάφορους ιούς και χημικές ουσίες, που μπορεί να γίνουν η αφορμή για να ξεκινήσει η αυτοάνοση διαδικασία που θα οδηγήσει στο διαβήτη. Έχει παρατηρηθεί επίσης ότι ίσως αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη όταν ένα μωρό τρέφεται από πολύ νωρίς (2ο-3ο μήνα) με αγελαδινό γάλα. Κοινός παρονομαστής είναι η ανάπτυξη αυτο-αντισωμάτων, τα οποία καταστρέφουν τα παγκρεατικά κύτταρα. Συνεπώς, καμία σχέση δεν έχει η κατανάλωση πολλών γλυκών και ζάχαρης, όπως πολλοί μπορεί να νομίζουν...
Για τον διαβήτη τύπου 2:
Κι εδώ η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο, σημαντικότερο μάλιστα απ’ ότι στον τύπο 1. Η όποια πιθανότητα έχει κάποιος να εμφανίσει διαβήτη τύπου 2 όταν δεν έχει συγγενείς που πάσχουν, πολλαπλασιάζεται περίπου x 5-10 φορές αν πάσχει κάποιος συγγενής 1ου βαθμού. Η προδιάθεση αυτή μπορεί να αφορά και τις δύο διαταραχές που συνεργάζονται για την εκδήλωση του διαβήτη, δηλαδή και την αυξημένη «αντίσταση» στην ινσουλίνη και την ελαττωματική έκκριση ινσουλίνης (βλ. τύποι σακχ. διαβήτη - διαβήτης τύπου 2)
Από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος, φαίνεται ότι οι σημαντικότεροι παράγοντες είναι η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή. Είναι αυτοί οι παράγοντες που αυξάνουν ακόμα περισσότερο την «αντίσταση» στην ινσουλίνη (ή αλλιώς μειώνουν την «ευαισθησία» στην ινσουλίνη). Μπορεί να είναι οι παράγοντες που θα κάνουν τη διαφορά μεταξύ μιας κατάστασης όπου απλά υπάρχει μειονεκτική έκκριση ινσουλίνης (αλλά φτάνει για να καλύψει τις ανάγκες του οργανισμού) και της άλλης κατάστασης, του έκδηλου διαβήτη. Αξίζει πάντως κι εδώ να ειπωθεί ότι η ζάχαρη και τα γλυκά δεν ευθύνοντα καθεαυτά για την ανάπτυξη διαβήτη, παρά μόνο ίσως στο ποσοστό που τους αναλογεί όσον αφορά την παχυσαρκία που προκαλούν.
Για τον διαβήτη της κύησης:
Υπεύθυνες βασικά είναι οι ορμόνες που παράγονται κατά το δεύτερο κυρίως μισό της εγκυμοσύνης και αυξάνουν την «αντίσταση» στην ινσουλίνη. Σε αντίθεση με τον διαβήτη τύπου 2 όπου η αυξημένη αντίσταση δεν είναι επιθυμητή, ο μηχανισμός αυτός κατά την εγκυμοσύνη είναι φυσιολογικός και απαραίτητος, με σκοπό να στέλνει η μητέρα περισσότερα θρεπτικά συστατικά στο έμβρυο. Όταν το πάγκρεας της μητέρας λειτουργεί φυσιολογικά, απλώς αυξάνει την ποσότητα της ινσουλίνης και καλύπτει τις ανάγκες των κυττάρων της. Όταν όμως το πάγκρεας δεν μπορεί να δώσει την ποσότητα της ινσουλίνης που χρειάζεται, τότε πλέον εκδηλώνεται διαβήτης.