Η αλματώδης αύξηση του αριθμού των κινητών τηλεφώνων που παρατηρείται σε παγκόσμια κλίμακα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, προκαλεί σοβαρές ανησυχίες για τις πιθανές επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην υγεία των ανθρώπων τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Ο λόγος είναι η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπουν τα κινητά τηλέφωνα και η πιθανή σχέση της με την πρόκληση καρκίνου του εγκεφάλου.
Μέχρι σήμερα δεν έχει τεκμηριωθεί αιτιολογική σχέση μεταξύ καρκίνου και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, εντούτοις όλοι συμφωνούν ότι δεν υπάρχουν τελικά συμπεράσματα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα νέας πολυετούς μελέτης που διεξήχθη στην Αυστραλία, η συστηματική χρήση κινητών τηλεφώνων δεν σχετίζεται με τον καρκίνο του εγκεφάλου.
Το εύρημα αυτό συμφωνεί με τα αποτελέσματα αντίστοιχων μελετών που έχουν διεξαχθεί στις ΗΠΑ, στην Αγγλία, τις σκανδιναβικές χώρες και τη Νέα Ζηλανδία, σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή δρ Σάιμον Τσάπμαν, ομότιμο καθηγητή Δημοσίας Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ.
Ο δρ Τσάπμαν και οι συνεργάτες του ανακάλυψαν ότι η συχνότητα του καρκίνου του εγκεφάλου στην Αυστραλία δεν έχει αυξηθεί τα τελευταία 29 χρόνια παρά την τεράστια αύξηση στη χρήση κινητών.
Το 1993 μόλις το 9% των Αυστραλών διέθεταν κινητό τηλέφωνο, αλλά το 2012 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν σχεδόν 90%, εξηγούν. Ωστόσο την ίδια χρονική περίοδο, τα κρούσματα καρκίνου του εγκεφάλου στις ηλικίες 20-84 ετών αυξήθηκαν ελάχιστα στους άνδρες και παρέμειναν σταθερά στις γυναίκες.
Σημαντική αύξηση των κρουσμάτων του υπήρξε μόνο στους ηλικιωμένους, αλλά η αύξηση αυτή άρχισε πέντε χρόνια πριν φθάσουν τα κινητά τηλέφωνα στην Αυστραλία.
Ο δρ Τσάπμαν είπε ότι τα κινητά εκπέμπουν μη ιονίζουσα ακτινοβολία η οποία δεν πιστεύεται ότι προκαλεί βλάβες στο DNA και πως τα νέα ευρήματα τον κάνουν να νιώθει ακόμα πιο σίγουρος για την ασφάλεια των κινητών.
Στην Αυστραλία είναι εδώ και δεκαετίες υποχρεωτική η αναφορά στα Εθνικά Μητρώα Καρκίνου όλων των κρουσμάτων καρκίνου.
Η αναφορά είναι λεπτομερής, γίνεται κατά τη στιγμή της διάγνωσης και συνοδεύεται από όλες τις πληροφορίες που έχουν συλλέξει οι γιατροί.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχουν λεπτομερή στοιχεία για όλους τους καρκίνους που έχουν καταγραφεί στην συγκεκριμένη χώρα εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Αυτή την τεράστια βάση δεδομένων χρησιμοποίησαν οι ερευνητές για να εξετάσουν την πιθανή συσχέτιση των κινητών με τον καρκίνο του εγκεφάλου.
Μεταξύ 1982 και 2012 διαγνώστηκαν στην Αυστραλία 19.858 κρούσματα καρκίνου του εγκεφάλου σε άνδρες και 14.222 σε γυναίκες.
Η εξέταση των διαχρονικών τάσεων έδειξε ότι στις ηλικίες 20-84 ετών τα μέσα κρούσματα καρκίνου του εγκεφάλου ανά 100.000 πληθυσμού παρουσίασαν ελάχιστη αύξηση στους άνδρες και ήταν σταθερά στις γυναίκες.
Η διαφορά στους άνδρες οφειλόταν στη σημαντική αύξηση των κρουσμάτων στις ηλικίες 70-84 ετών, η οποία όμως άρχισε το 1982 ενώ τα κινητά τηλέφωνα εισήχθησαν στη χώρα το 1987.
Επομένως, τα κινητά δεν μπορεί να ευθύνονται γι’ αυτήν και το πιθανότερο είναι πως οφείλεται στην αύξηση του πληθυσμού που φθάνει σε τόσο προχωρημένες ηλικίες και στην βελτίωση των διαγνωστικών τεχνικών, σημειώνει ο δρ Τσάπμαν.
Για να επαληθεύσουν τα ευρήματά τους, οι ερευνητές εξέτασαν τα κρούσματα καρκίνου του εγκεφάλου σε συνάρτηση με τους καρκίνους που θα αναμένονταν, αν όντως ίσχυε η θεωρία που θέλει τα κινητά να είναι καρκινογόνα.
Αυτό το πέτυχαν με τη βοήθεια ενός μαθηματικού μοντέλου στο οποίο συνεκτίμησαν ένα «παράθυρο» 10 ετών το οποίο θα ήταν απαραίτητο για να αυξηθούν οι καρκίνοι, αφού η καρκινογένεση δεν γίνεται σε μια μέρα ούτε σε ένα μήνα, αλλά χρειάζεται αρκετά χρόνια αλλεπάλληλων βλαβών του DNA για να συμβεί.
Με μέτρια χρήση των κινητών, λοιπόν, μία δεκαετία μετά την εισαγωγή των κινητών στην Αυστραλία και έως το 2012 θα έπρεπε να έχουν υπάρξει 1.866 νέα κρούσματα καρκίνου του εγκεφάλου, αλλά ο αληθινός αριθμός που καταγράφηκε στα Εθνικά Μητρώα Καρκίνου ήταν 1.435.
Αντίστοιχα, με πολύωρη και καθημερινή χρήση (ή αλλιώς, μανιώδη χρήση) των κινητών θα έπρεπε να έχουν καταγραφεί 2.038 κρούσματα καρκίνου του εγκεφάλου, αντί των 1.435 που υπήρξαν.
«Έχουμε κινητά στην Αυστραλία από το 1987. Το σχεδόν 90% του πληθυσμού τα χρησιμοποιεί σήμερα και πολλοί τα έχουν επί περισσότερο από 20 χρόνια. Όμως δεν βλέπουμε καμία αύξηση στην συχνότητα του καρκίνου του εγκεφάλου, έναντι της βασικής συχνότητας».
Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση «Cancer Epidemiology».