Σύμφωνα με μια νέα επιστημονική μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση The Journal of Sexual Research, πολλοί πιστεύουν εσφαλμένα ότι πάσχουν από κάποια μορφή σεξουαλικής δυσλειτουργίας.

Ποια είναι τα πραγματικά στατιστικά και πώς εξηγούνται οι τάσεις αυτές;

Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία που αφορούσαν σε 11.509 σεξουαλικά ενεργούς ενήλικες, άντρες και γυναίκες. Πάνω από το 38% των αντρών και το 22% των γυναικών δήλωσαν ότι εκδηλώνουν συμπτώματα τουλάχιστον για μία μορφή σεξουαλικής δυσλειτουργίας.

Ωστόσο, μόλις το 4,2% των αντρών και το 3,6% των γυναικών πληρούσαν τα κριτήρια της σεξουαλικής διαταραχής, όπως αυτή ορίζεται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (DSM).

Σύμφωνα με την τελευταία έκδοση του Εγχειριδίου (DSM-5), για να προκύψει διάγνωση για σεξουαλική δυσλειτουργία πρέπει τα συμπτώματα να επιμένουν για διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών και να συνδέονται με κλινικά διαπιστωμένη δυσφορία. Πρέπει, επίσης, τα συμπτώματα να εκδηλώνονται σε κάθε (ή σχεδόν σε κάθε) σεξουαλική επαφή.

Τα ευρήματα αυτά δεν προκαλούν έκπληξη, δηλώνει η κλινική σεξολόγος Ντέμπρα Λαΐνο στο Yahoo Health. «Ορισμένοι άνθρωποι επιζητούν την ‘ταμπέλα’ ώστε να ταυτιστούν με αυτή και να νιώσουν ότι έχουν τον έλεγχο για την επίλυση του προβλήματος», αναφέρει η ειδικός στο πλαίσιο της ερμηνείας των ευρημάτων.

Ωστόσο, ο sex therapist Ίαν Κέρνερ πιστεύει ότι πολλά σεξουαλικά προβλήματα δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια του DSM-5 αλλά απαιτείται να αντιμετωπιστούν επειδή είναι επιβαρυντικά για τον ασθενή. Ενδεικτικά, αναφέρει το παράδειγμα ενός άντρα με στυτική δυσλειτουργία: Για να λάβει διάγνωση βάσει του DSM-5, ο ασθενής πρέπει να εκδηλώνει προβλήματα στύσης για έξι μήνες, σε ποσοστό 75% των σεξουαλικών επαφών του. Εάν όμως αντιμετωπίζει πρόβλημα στύσης για πέντε μήνες σε ποσοστό 50% των σεξουαλικών επαφών του, και πάλι το ζήτημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Η Λαΐνο με τη σειρά της τονίζει ότι τα περισσότερα ήπια προβλήματα σεξουαλικής λειτουργίας επιλύονται με απλούς τρόπους, όπως η καλύτερη επικοινωνία με το σύντροφο, η σωστή διατροφή, η σωματική άσκηση και η αποτελεσματικότερη διαχείριση του στρες.