Κείμενο: Θανάσης Παπαδής
Αυξημένη ανησυχία προκαλεί στην κυβέρνηση η αλματώδης αύξηση των ποσών που επανέρχονται ως ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές οφειλές λόγω εγκατάλειψης ρυθμίσεων από τους οφειλέτες του e-ΕΦΚΑ. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της τριμηνιαίας έκθεσης του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ), κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2024, 15,64 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε 31,73% του συνολικού χρέους, αφορά οφειλές που είχαν ρυθμιστεί αλλά βγήκαν εκτός διακανονισμού, καθώς οι οφειλέτες αδυνατούν να καταβάλουν τις δόσεις.
Η συστηματική «απορρύθμιση» αυτού του χρέους, κυρίως από μικρούς επαγγελματίες και μη μισθωτούς, επαναφέρει στην επιφάνεια το διαχρονικό πρόβλημα της βιωσιμότητας των ρυθμίσεων, αλλά και τον προβληματισμό για την πραγματική εισπραξιμότητα του συνολικού ασφαλιστικού χρέους, που πλέον υπερβαίνει τα 49,3 δισ. ευρώ.
Το ΚΕΑΟ έχει ήδη ενεργοποιήσει αναγκαστικά μέτρα είσπραξης για το σύνολο των οφειλών που βρίσκονται εκτός ρύθμισης. Η προτεραιοποίηση δίνεται σε εργοδότες με οφειλές εισφορών εργαζομένων, καθώς σε αυτές τις περιπτώσεις η παρακράτηση δεν συνοδεύτηκε από καταβολή, και συνεπώς υπάρχει ισχυρό θεσμικό και νομικό ενδιαφέρον. Στον αντίποδα, οι μη μισθωτοί που προσπαθούν να λάβουν σύνταξη, παρότι διατηρούν ληξιπρόθεσμες οφειλές, αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη ευελιξία. Σημειώνεται ότι βάσει του πρόσφατου νόμου, οι ασφαλισμένοι μπορούν να καταθέσουν αίτηση συνταξιοδότησης εφόσον το χρέος τους δεν υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ (ή 10.000 ευρώ για πρώην αγρότες – ΟΓΑ).
Ανεπαρκής η πάγια ρύθμιση των 12–24 δόσεων
Η πάγια ρύθμιση παραμένει σήμερα η μόνη διαθέσιμη επιλογή για νέες ρυθμίσεις και επιτρέπει αποπληρωμή σε έως 24 δόσεις. Ωστόσο, τα υψηλά επιτόκια (5,5%), ο συνδυασμός με την υποχρέωση καταβολής τρεχουσών εισφορών και οι σωρευμένες προσαυξήσεις καθιστούν τη ρύθμιση μη βιώσιμη για μεγάλο μέρος των οφειλετών. Η ετήσια προσαύξηση 8,5% σε ληξιπρόθεσμα ποσά διπλασιάζει συχνά το αρχικό κεφάλαιο, οδηγώντας αρκετούς να εγκαταλείπουν τις ρυθμίσεις για να περιορίσουν την περαιτέρω διόγκωση της οφειλής. Οι υπηρεσίες του ΕΦΚΑ και του ΚΕΑΟ επιβεβαιώνουν ότι πολλοί επαγγελματίες επιλέγουν να πληρώνουν μόνο τις τρέχουσες εισφορές, αποφεύγοντας τον σχηματισμό νέου χρέους, έστω και εις βάρος της προηγούμενης ρύθμισης.
Η κυβέρνηση εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο επαναφοράς ευνοϊκότερης ρύθμισης με περισσότερες δόσεις – πιθανώς έως 60 ή και 72 – κυρίως για οφειλές μικρής κλίμακας (έως 10.000 ευρώ), μετά από συντονισμένα αιτήματα από επαγγελματικά επιμελητήρια και κλάδους μικρών επιχειρηματιών. Παράλληλα, στο τραπέζι βρίσκεται και το πάγιο αίτημα για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, με το υπουργείο Εργασίας να εξετάζει τη σταδιακή μείωση κατά μία μονάδα έως το 2027, προκειμένου να ενισχυθεί η συμμόρφωση και να μειωθούν τα κίνητρα δημιουργίας νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Σε θεσμικό επίπεδο, με βάση την πρόσφατη διάταξη του Υπουργείου Εργασίας, ανατίθενται υποστηρικτικές λειτουργίες του ΚΕΑΟ σε ιδιώτες συμβούλους, μέσω διεθνούς διαγωνιστικής διαδικασίας. Η σχετική προκήρυξη αναμένεται εντός του έτους, και οι τεχνικές προδιαγραφές θα περιλαμβάνουν εργαλεία διαχείρισης και επικοινωνίας με οφειλέτες, με σαφείς όρους για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Το σχέδιο αυτό προσομοιάζει σε αντίστοιχα ευρωπαϊκά μοντέλα και αποσκοπεί στην αύξηση της αποτελεσματικότητας του εισπρακτικού μηχανισμού, κυρίως σε περιπτώσεις πολλαπλών μικρο-οφειλών που σήμερα μένουν ανενεργές για χρόνια.
Προβληματισμός για τη συνολική εισπραξιμότητα
Η διοίκηση του e-ΕΦΚΑ αναγνωρίζει ότι η συνολική εισπραξιμότητα παραμένει περιορισμένη, ειδικά για ποσά που αφορούν παλαιές οφειλές, μικρού ύψους, σε επαγγελματίες χωρίς ενεργή δραστηριότητα. Η διατήρηση ενός υψηλού αποθέματος ανεξόφλητων οφειλών, χωρίς ουσιαστικές δυνατότητες είσπραξης, δημιουργεί δημοσιονομική πίεση και διαβρώνει το αίσθημα ισονομίας μεταξύ συνεπών και ασυνεπών ασφαλισμένων. Η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ εισπρακτικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής ανοχής παραμένει το βασικό ζητούμενο της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας, που καλείται πλέον να αναπροσαρμόσει το μείγμα πολιτικής στις μεταμνημονιακές συνθήκες χαμηλής ρευστότητας και υψηλής φορολογικής κόπωσης.