Η ύπαρξη αντισωμάτων σε ποσοστό άνω του 30% αποτελεί ένδειξη της ικανότητας του οργανισμού του εμβολιασμένου να αδρανοποιεί τον κορονοϊό, ενώ αντισώματα άνω του 75% δηλώνουν ότι ο οργανισμός τυγχάνει πολύ υψηλής προστασίας έναντι του ιού - Πιθανή τρίτη δόση το φθινόπωρο για όσους εμβολιάστηκαν τον Ιανουάριο.

Kαθώς η χώρα ετοιμάζεται για ένα ασφαλές και ανέμελο καλοκαίρι, η εκστρατεία «Ελευθερία» κερδίζει συνεχώς έδαφος έναντι του «αόρατου εχθρού», του κορωνοϊού. Ηδη έσπασε το φράγμα των 5 εκατομμυρίων δόσεων εμβολίων. Με εξίσου γοργό ρυθμό συλλέγεται και η επιστημονική γνώση για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, δηλαδή για τη διάρκεια της προστασίας τους, επιτρέποντας στους αρμόδιους να χαράξουν τη μακροπρόθεσμη στρατηγική για την αντιμετώπιση της επιδημίας.

Οι πολίτες έχουν αγκαλιάσει τη συλλογική προσπάθεια για την ταχεία οικοδόμηση του τείχους ανοσίας, δεν παύουν ωστόσο να διερωτώνται αν αποκτούν αντισώματα διά του εμβολιασμού -υπενθυμίζεται ότι αντισώματα στον κορωνοϊό αναπτύσσονται και διά της νόσησης. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα επιδημιολογικά δεδομένα, ποσοστό 15%-20% του πληθυσμού έχει αποκτήσει φυσική ανοσία.

Την εύλογη ανησυχία των πολιτών που εμβολιάζονται ή προγραμματίζουν τον εμβολιασμό τους για την επίτευξη ανοσίας συμμερίζονται και τα μέλη της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών.

Είναι ενδεικτικό ότι η πρόεδρος της Επιτροπής και ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής της Ιατρικής Σχολής Αθηνών Μαρία Θεοδωρίδου έχει αναφερθεί προσφάτως δύο φορές στις επίσημες ενημερώσεις του υπουργείου Υγείας στο ζήτημα. «Αρκετοί συμπολίτες μας διακατέχονται από την αγωνία αν έπιασε το εμβόλιο, αν δηλαδή ήταν αποτελεσματικό και κάνουν εργαστηριακό έλεγχο αντισωμάτων. Ωστόσο, ο προσδιορισμός των αντισωμάτων είναι σημαντικός για την επιδημιολογική επιτήρηση και περιορισμένης σπουδαιότητας σε ατομικό επίπεδο. Η θέση όλων των διεθνών οργανισμών είναι ξεκάθαρη.

Δεν συστήνεται έλεγχος αντισωμάτων μετά από εμβολιασμό ή σε άτομο που πρόκειται να εμβολιαστεί», έχει εξηγήσει η κυρία Θεοδωρίδου. Η μέτρηση του ρυθμού με τον οποίο παράγονται ή φθίνουν τα αντισώματα έχει ιδιαίτερη επιστημονική αξία, καθώς αποτελεί από τις παραμέτρους που βοηθά να καθοριστεί το διάστημα μεταξύ των χορηγούμενων δόσεων. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η πρόεδρος της Επιτροπής, «η ανοσία δεν περιορίζεται μόνο στον προσδιορισμό των αντισωμάτων, αλλά έχει και ένα πολύ σημαντικό σκέλος, την κυτταρική ανοσία που δεν μπορεί να μετρηθεί με ένα απλό εργαστηριακό τεστ». Η μέχρι τώρα έρευνα έχει δείξει ότι η κυτταρική ανοσία διαρκεί τουλάχιστον 6 μήνες, ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα τα εξουδετερωτικά αντισώματα (όπως υποδεικνύει το όνομά τους είναι αυτά τα οποία εξουδετερώνουν τον ιό) μπορεί να παρουσιάζουν μείωση.

«Το αποτέλεσμα ενός τεστ αντισωμάτων μπορεί να είναι αρνητικό, γεγονός που δημιουργεί απογοήτευση και ανησυχία στον εμβολιασμένο, αλλά για την επιστημονική κοινότητα είναι αναμενόμενο. Ενα αρνητικό αποτέλεσμα έχει πολλές ερμηνείες λόγω της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται και λόγω διαφοράς στην παραγωγή αντισωμάτων μεταξύ φυσικής λοίμωξης και εμβολιασμού», έχει διευκρινίσει η κυρία Θεοδωρίδου.