Το εμβόλιο της ιλαράς άρχισε να κυκλοφορεί στη χώρα μας το 1970.  Πριν την χρονιά αυτή, η ιλαρά ήταν μία "υποχρεωτική νόσος" από την οποία θεωρητικά νοσούσαν όλοι. Για αυτό το λόγο, όσοι είναι γεννημένοι πριν από το 1970 θεωρούνται ότι έχουν νοσήσει στο παρελθόν και ότι έχουν φυσική ανοσία εφόρου ζωής έναντι του ιού και συνεπώς δεν συντρέχει λόγος εμβολιασμού τους. Από το 1970 μέχρι το 1991 ο εμβολιασμός έναντι της ιλαράς περιελάμβανε μόνο μία δόση MMR. Μελέτες έδειξαν ότι η μονή δόση κάλυπτε το 95-98% του πληθυσμού με αποτέλεσμα 2-5% των εμβολιασθέντων να μην έχουν επαρκή αντισωματική απάντηση. Λόγω αυτού, από το 1991 και μετά καθιερώθηκε και στη χώρα μας ο διπλός εμβολιασμός έναντι του ιού της ιλαράς που καλύπτει το 99% των εμβολιασθέντων. Με αφορμή την επιδημική έξαρση ιλαράς σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες και πρόσφατα στην Ελλάδα, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών συστήνει σε άτομα που έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχουν ιστορικό νόσου να είναι εμβολιασμένα με δύο δόσεις εμβολίου για την ιλαρά (Αθήνα, 21/9/17, αρ. πρωτ. Γ1α/Γ.Π.οικ.71220, θέμα: "Επιδημική Έξαρση Ιλαράς - Εμβολιασμός"). 
 
Επιγραμματικά, 
  • Άτομα που έχουν γεννηθεί πριν το 1970, ηλικίας δηλαδή άνω των 47 ετών θεωρούνται πως έχουν φυσική ανοσία και δεν χρήζουν εμβολιασμού
  • Άτομα που έχουν γεννηθεί μετά το 1970, ηλικίας δηλαδή κάτω των 47 ετών, που δεν έχουν ιστορικό νόσου ιλαράς και δεν έχουν εμβολιαστεί ή έχουν εμβολιαστεί με μία μόνο δόση (όπως μπορεί να διαπιστωθεί από το ατομικό βιβλιάριο εμβολιασμών), συστήνεται να λάβουν δύο δόσεις του εμβολίου με μεσοδιάστημα 1-2 μηνων ή μία δόση αντιστοίχως
  • Άτομα που έχουν γεννηθεί μετά το 1970, που δεν έχουν ιστορικού νόσου και δεν γνωρίζουν αν έχουν εμβολιαστεί κατά το παρελθόν (όπως σε περίπτωση απώλειας του ατομικού βιβλιαρίου εμβολιασμών) συνιστάται αντισωματικός έλεγχος για την ιλαρά. Σε περίπτωση ανεπαρκούς τίτλου αντισωμάτων, συστήνονται δύο δόσεις του εμβολίου με μεσοδιάστημα 1-2 μηνων
  • Άτομα που έχουν γεννηθεί μετά το 1970, που δεν έχουν ιστορικού νόσου και δεν γνωρίζουν αν έχουν εμβολιαστεί κατά το παρελθόν (όπως σε περίπτωση απώλειας του ατομικού βιβλιαρίου εμβολιασμών) και δεν επιθυμούν να υποβληθούν σε αντισωματικό έλεγχο για την ιλαρά συστήνονται δύο δόσεις του εμβολίου με μεσοδιάστημα 1-2 μηνων. Ο εμβολιασμός ήδη ανοσοποιημένων ατόμων δεν είναι αντένδειξη.
  • 'Οσο αφορά τα παιδιά

α/ Συστήνει τον άμεσο εμβολιασμό με το εμβόλιο ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας (εμβόλιο MMR) των παιδιών, των εφήβων και των ενηλίκων που δεν έχουν εμβολιαστεί με τις απαραίτητες δόσεις. Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, παιδιά, έφηβοι και ενήλικες που έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχουν ιστορικό νόσου πρέπει να είναι εμβολισμένοι με 2 δόσεις εμβολίου για την ιλαρά (με τη μορφή μονοδύναμου εμβολίου ιλαράς ή μικτού εμβολίου MMR).

β/ Εκτάκτως, λόγω της επιδημικής έξαρσης ιλαράς, συστήνει τη διενέργεια της 1ης δόσης του εμβολίου MMR στην ηλικία των 12 μηνών και τη διενέργεια της 2ης δόσης τρεις (3) μήνες μετά την 1η δόση ή –εφόσον έχει παρέλθει το διάστημα αυτό– το ταχύτερο δυνατόν. Σε περιπτώσεις υψηλού κινδύνου, η 2η δόση μπορεί να γίνει με μεσοδιάστημα τουλάχιστον 4 εβδομάδων από την 1η. Οι συστάσεις αυτές ισχύουν για όσο διάστημα η επιδημική έξαρση ιλαράς είναι σε εξέλιξη και μέχρι να εκδοθεί νεότερη απόφαση της Επιτροπής.»

Η χορήγηση του εμβολίου MMR αντενδείκνυται στις παρακάτω περιπτώσεις: 
  • Σε ασθενείς με ανοσοκαταστολή. Εξαιρούνται ασθενείς με HIV λοίμωξη και αριθμό CD4 T λεμφοκυττάρων > 200/μL όπου συστήνεται να εμβολιασθούν
  • Στην κύηση. Συνιστάται ο εμβολιασμός μη ανοσοποιημένων έναντι της ιλαράς γυναικών να διενεργείται τουλάχιστον ένα μήνα πριν την εγκυμοσύνη. Σε περίπτωση όμως κατά λάθος εμβολιασμού κατά την εγκυμοσύνη, δεν συνιστάται διακοπή της κύησης
  • Σε άτομα που παρουσίασαν αντίδραση υπερευαισθησίας σε προηγούμενη δόση του εμβολίου ή στην ζελατίνη ή στην νεομυκίνη
  • Σε άτομα με αλλεργία στο λεύκωμα του αυγού, συνιστάται ο εμβολιασμός να πραγματοποιείται σε νοσοκομείο
  • Σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μετάγγιση αίματος ή έχουν λάβει γ-σφαιρίνη, ο εμβολιασμός συνιστάται να διενεργείται τουλάχιστον 3 μήνες αργότερα
  • Σε ασθενείς με οξεία εμπύρετη νόσο, ο εμβολιασμός θα πρέπει να ανβάλλεται προκειμένου να μην επηρεαστεί η αντισωματική απάντηση. Ήπιες λοιμώξεις δεν αποτελούν αντένδειξη για τον εμβολιασμό