Οι στατίνες μειώνουν τη επίπτωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Μερικές μη τυχαιοποιημένες μελέτες παρατήρησης έχουν υποδείξει ότι τα χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης και/ή οι στατίνες μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου ή άλλων μη καρδιαγγειακών νοσημάτων. Προκειμένου να προσδιορίσουν τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις των στατινών στον καρκίνο ή στους θανάτους, οι συγγραφείς από τη Heart Protection Study ανασκόπησαν τις εκβάσεις των συμμετεχόντων στη μελέτη τους, εντός μίας παρατεταμένης περιόδου παρακολούθησης μετά τα αρχικά 5 έτη, οπότε η κλινική δοκιμή ολοκληρώθηκε.

Μπορεί να θυμάστε ότι η Heart Protection Study (HPS) ήταν μία κλινική δοκιμή 10.536 ασθενών με μεγάλο κίνδυνο αγγειακών συμβαμάτων, που τυχαιοποιήθηκαν σε σιμβαστατίνη 5 mg ημερησίως ή εικονικό φάρμακο (placebo). Η μελέτη διήρκεσε 5 έτη και έδειξε μία μείωση της LDL χοληστερόλης κατά 1 mmol/L (39 mg/dL), γεγονός που συνδεόταν με μείωση κατά 23% των μειζόνων αγγειακών συμβαμάτων. Η παρούσα δημοσίευση επεκτείνει την περίοδο παρακολούθησης σε 11 έτη. Εντός της αρχικής περιόδου της μελέτης (5 έτη), 85% των ασθενών που είχαν τυχαιοποιηθεί σε σιμβαστατίνη και 17% εκείνων του placebo έπαιρναν στατίνες. Εντός της παρατεταμένης περιόδου παρακολούθησης, περίπου 74% των ασθενών κάθε μίας ομάδας έπαιρναν στατίνες. Αντίστοιχα, η LDL χοληστερόλη ήταν χαμηλότερη στην ομάδα της σιμβαστατίνης μετά την αρχική περίοδο των 5 ετών, αλλά ήταν η ίδια μεταξύ των ομάδων μετά την παρατεταμένη περίοδο παρακολούθησης. Επομένως, η μακροπρόθεσμη παρακολούθηση αντιπροσωπεύει μία περίοδο 5 ετών τυχαιοποιημένης θεραπείας (σιμβαστατίνη έναντι placebo), ακολουθούμενη από 6 έτη υψηλών ποσοστών θεραπείας με στατίνη και στις δύο ομάδες. Η παρούσα μελέτη επικεντρώθηκε ειδικά στον καρκίνο και στη θνησιμότητα και έτσι οι συγγραφείς όχι μόνο παρακολουθούσαν τους ασθενείς, αλλά διασταύρωσαν επίσης τα δεδομένα με το εθνικό αρχείο καταγραφής νεοπλασιών και το εθνικό ληξιαρχείο του Ηνωμένου Βασιλείου.

Οι νεότερες, περισσότερο ευαίσθητες δοκιμασίες τροπονίνης έχουν τη δυνατότητα να αναγνωρίσουν νωρίτερα το οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, αλλά μερικές ανιχνεύουν τροπονίνη σε 50% των φυσιολογικών πληθυσμών, πράγμα που τις καθιστά κλινικά άχρηστες. Η μελέτη αυτή αξιολόγησε την κινητική της τροπονίνης για τον διαχωρισμό των ασθενών με οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου από εκείνους με χρονίως αυξημένα επίπεδα τροπονίνης.

Οι Shah και συνεργάτες χρησιμοποίησαν μία βάση δεδομένων, την California State Inpatient Database του Healthcare Utilization Project, προκειμένου να αναλύσουν τα ποσοστά βραχυπρόθεσμης και μεσοπρόθεσμης επιτυχίας και επιπλοκών της κατάλυσης με καθετήρα για κολπική μαρμαρυγή. Οι συγγραφείς αναγνώρισαν ασθενείς που υποβλήθηκαν πρώτη φορά σε κατάλυση για κολπική μαρμαρυγή μόνο και απέκλεισαν ασθενείς με άλλες ηλεκτροφυσιολογικές επεμβάσεις.

Οι συνυπάρχουσες νόσοι αναγνωρίστηκαν επίσης από τη βάση δεδομένων. Οι οξείες επεμβατικές επιπλοκές προσδιορίστηκαν από τη βάση δεδομένων και περιλάμβαναν: καρδιακή διάτρηση και/ή επιπωματισμό, πνευμοθώρακα, αιμοθώρακα, σχετιζόμενο με την επέμβαση αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, παροδικό ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, επιπλοκές της θέσης αγγειακής πρόσβασης και ενδονοσοκομειακό θάνατο. Προσδιορίστηκαν επίσης τα ποσοστά επανεισαγωγής στο νοσοκομείο σε 30 ημέρες και μακροπρόθεσμα.

Η διαδερμική εμφύτευση αορτικής βαλβίδας μέσω καθετήρα (percutaneous transcatheter aortic valve implantation, TAVI), αποτελεί μία νεότερη τεχνική για την αντιμετώπιση της στένωσης αορτικής βαλβίδας (aortic stenosis, AS). Με την μέθοδο αυτή, μία βιοπροσθετική βαλβίδα (από βόειο περικάρδιο) συνδεδεμένη σε ένα stent μπορεί να τοποθετηθεί στη θέση της αορτικής βαλβίδας μέσω ενός καθετήρα, ο οποίος εισάγεται είτε από τη μηριαία αρτηρία, είτε από την κορυφή της αριστερής κοιλίας. Η τεχνική είναι διαθέσιμη στην Ευρώπη και εξετάζεται από το FDA για έγκριση στις Ηνωμένες Πολιτείες.