Αυξάνεται ραγδαία ο σακχαρώδης διαβήτης σε διεθνές επίπεδο. Μέσα σε 30 χρόνια εξαπλασιάστηκε ο αριθμός των πασχόντων από σακχαρώδη διαβήτη σε όλο τον κόσμο και από 50 εκατομμύρια που ήταν τη δεκαετία του '80 έφθασαν τα 350 εκατομμύρια. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι το 8% - 9% του πληθυσμού (800 - 900 χιλιάδες) πάσχει από διαβήτη, ενώ υπάρχει και ένα ποσοστό 2% - 3% που δεν γνωρίζει ότι πάσχει από τη νόσο. Σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία για το Διαβήτη (IDF), ο αριθμός των ατόμων που ζουν με το διαβήτη αναμένεται να αγγίξει τα 552 εκατομμύρια έως το 2030.

Η οικονομική κρίση φαίνεται ότι επηρεάζει κυρίως τα άτομα που ανήκουν σε χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις. Συγκεκριμένα, n μελέτη MEDIS, που διεξήχθη από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και περιλάμβανε δείγμα
1.000 ηλικιωμένων κατοίκων της νησιωτικής χώρας (Μυτιλήνης, Λήμνου, Σαμοθράκης, Κεφαλονιάς, Ζακύνθου,  Κέρκυρας, Κρήτης και Κύπρου), έδειξε ότι ένας στους δύο Ελληνες χαμηλής μόρφωσης και εισοδήματος που κατοικούν στα νησιά :
• 4 στους 10 είναι παχύσαρκοι
• 22% έχουν διαβήτη.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ:

  1. Έως και 40°/ο των ατόμων με διαβήτη υποφέρουν από στεφανιαία νόσο
  2. Έως και 12% των ατόμων με διαβήτη υποφέρουν από ΑΕΕ
  3. Έως και 23% των ατόμων με διαβήτη υποφέρουν από νεφροπάθεια και 44% από μικρολευκωματινουρία
  4. Έως και 68% των ατόμων με διαβήτη υποφέρουν από νευροπάθεια
  5. Έως και 52% των ατόμων με διαβήτη υποφέρουν από αμφιβληοτροειδοποθεια που μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑΣ:

  1. 1 στους 2 Έλληνες είναι υπέρβαρος και 1 στους 5 παχύσαρκους
  2. Πρόσφοτη έρευνα σε παιδιά δημοτικού έδειξε ότι σχεδόν 4 στο 10 είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο
  3. Κατ' εκτίμηση 754.000 Έλληνες έχουν διαβήτη (8,8% του συνολικού πληθυσμού) (στοιχεία 2009)
    Επιπλέον, περίπου 634.000 (7,4% πληθυσμού) έχουν διαταραγμένη ανοχή στη γλυκό&ι (στάδιο προδιαβήτη) 
  4. 16.542 πολίτες πεθαίνουν οπό διαβήτη κάθε χρόνο - ο διαβήτης είναι n 4η κυριότερη αιτία θανάτου στην Ευρώπη
  5. Ο ΣΔ2 (αποτελεί το 80 - 90% των συνολικών περιπτώσεων στην Ελλάδα). Μειώνει το προσδόκιμο ζωής κατά 8 -10 χρόνια.
  6. 24 - 30% ΣΔ2 δεν έχουν επίγνωση της ασθένειας τους και παραμένουν αδιάγνωοτοι.
  7. 0 διαβήτης είναι n βασική αιτία για καρδιαγγειακή και νεφρική νόσο, τύφλωση και ακρωτηριασμό
  8. 8,5-17,5% του συνόλου των θανάτων στον ελληνικό πληθυσμό, σχετίζονται με έλλειψη σωστού έλεγχου του διαβήτη
  9. 0 διαβήτης κοστίζει στο υγειονομικό σύστημα της χώρας 12% περίπου των συνολικών πόρων του, έως και 2,4 δισ. ευρώ με στοιχεία ΑΕΠ του 2010.
  10. 25% του κόστους του διαβήτη αφορά την αντιμετώπισή του, ενώ το 75% αφορά τις χρόνιες επιπλοκές
  11. Μόνο 7% του κόστους αφορά στην αντιδιαβητική αγωγή ενώ το 55% του κόστους του διαβήτη είναι το νοσοκομειακό κόστος.

Ανάλογα αποτελέσματα προέκυψαν από την μελέτη ΑΤΤΙΚΗ της A' Καρδιολογικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (σε 3.000 κατοίκους της Αττικής) στην οποία παρατηρήθηκε σε αντίθεση με τα χαμηλά και μεσαία στρώματα ότι τα άτομα με ανώτερη και ανώτατη μόρφωση, κατανάλωναν περισσότερα φρούτα ψάρια και λαχανικά και λιγότερα λιπαρά. Άλλα αίτια: το αυξημένο κόστος της υγιεινής διατροφής και n αδυναμία των συμμετεχόντων στη μελέτη να μειώσουν την εβδομαδιαία κατανάλωση κρέατος.

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες της ΕΣΔΥ το άμεσο κόστος ασθενή με ΣΔΙΙ στην Ελλάδα ανεξαρτήτως ρύθμισης είναι 1300 ευρώ το χρόνο. ο ρυθμιζόμενος ασθενής (HbA1c < 7%) έχει ετήσιο κόστος 983 ευρώ, ενώ ο αρρύθμιστος (HbA1c > 7%) 1570 euro δηλαδή 60% υψηλότερο κόστος θεραπείας για τους μη ρυθμισμένους ασθενείς). Άρα το ετήσιο συνολικό κόστος για την αντιμετώπιση των διαβητικών ασθενών στην Ελλάδα ξεπερνά το 1,3 δισ. ευρώ (6, 4°/ο των συνολικών δαπανών).

Εάν συνυπολογισθούν και οι δαπάνες για την αντιμετώπιση  των επιπλοκών της νόσου (σύμφωνα με διεθνείς μελέτες αντιστοιχούν στο 55 - 65°/ο του συνολικού κόστους) τότε το μέσο ετήσιο κόστος ανά ασθενή είναι περίπου 2.900 ευρώ με συνολικές δαπάνες για το διαβήτη υπολογιζόμενες στα 2,3 δισ. ευρώ (12 - 15% των συνολικών δαπανών).

Το έμμεσο κόστος του διαβήτη (απώλεια ωρών εργασίας, μείωση παραγωγικότητας, αναπηρία, πρόωρη συνταξιοδότηση, ψυχοκοινωνικό κόστος κ.λπ.) που εκτιμάται στο 110% του άμεσου κόστους (Kanavos 2011). Τότε το συνολικό κόστος του διαβήτη υπερβαίνει τα 4,5 δισ. ευρώ ετησίως.

Ιδιαίτερη ανησυχία υπάρχει για την επίδραση της οικονομικής κρίσης στην παιδική διατροφή αλλά και για τις μελλοντικές συνέπειές της. Κακή διατροφή σε εμβρυϊκή ή βρεφική ηλικία είναι το τίμημα της κρίσης με αυξημένη εμφάνιση παχυσαρκίας, μεταβολικού συνδρόμου, διαβήτη και καρδιοπαθειών. Σε διάρκεια οικονομικών κρίσεων οι διατροφικές επιλογές παύουν να είναι υγιεινές και οι άνθρωποι προκειμένου να  καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες, καταφεύγουν σε υδατάνθρακες και τροφές με απλή ενεργειακή αξία παραμελώντας την ποιότητα της τροφής, δηλαδή παραμελώντας να ενισχύσουν τον οργανισμό με βιταμίνες και ιχνοστοιχεία όπως αυτά βρίσκονται στα φρούτα τα λαχανικά.

«Τα δεδομένα από προηγούμενες περιόδους κρίσης και πείνας δείχνουν ότι άτομα που εκείνη την εποχή ήταν οε εμβρυϊκή ή βρεφική ηλικία πλήρωσαν το τίμημα της κρίσης με αυξημένη εμφάνιση παχυσαρκίας, μεταβολικού συνδρόμου, διαβήτη και καρδιοπαθειών.»

Σύμφωνα με την έρευνα Living Diabetes (Ζώντας με το διαβήτη):  Όταν οι ασθενείς ρωτήθηκαν σχετικά με την τελευταία φορά που παρουσίασαν υπογλυκαιμία, 44% εξ αυτών απάντησαν ότι ήταν εν ώρα εργασίας. - Επίσης, ένα τέταρτο (25%) των ασθενών πάντοτε/συχνά ή μερικές φορές παρέλειπαν γεύματα εξαιτίας
του επαγγέλματος τους και του ωραρίου εργασίας τους. 76% των ασθενών δεν θυμούνταν να έχουν συζητήσει για το επάγγελμα και το ωράριο εργασίας τους στην εξέταση ρουτίνας.
- Επιπλέον, σχεδόν τα δύο τρίτα (64%) των ασθενών δεν θυμούνταν να έχουν συζητήσει με το γιατρό τους για τη συναισθηματική υγεία τους.

Η έγκαιρη και αποτελεσματική διαχείριση του σακχάρου του αίματος αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για ένα επιτυχές θεραπευτικό σχήμα.

Είναι επίσης σημαντικό να αποφεύγονται υπογλυκαιμικά επεισόδια, τα οποία ορισμένες φορές μπορεί να  οδηγήσουν σε λιποθυμία, σε απώλεια συνείδησης, σπασμούς ή επιληπτικές κρίσεις που απαιτούν άμεση αντιμετώπιση. Για άτομα με διαβήτη τύπου ΙΙ, πολυάριθμοι παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής και ορισμένες φαρμακευτικές αγωγές για το διαβήτη, συνιστούν γνωστούς κινδύνους για χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Ωστόσο, σχεδόν οι μισοί (48%) απο τους συμμετέχοντες στην έρευνα δήλωσαν ότι δεν συζητούν με το γιατρό τους για τις επιλογές φαρμακευτικής αγωγής στην εξέταση ρουτίνας. Η ρύθμιση του σακχάρου του αίματος συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση για τα άτομα με διαβήτη.

Σύμφωνα με την έρευνα:

α)  53% των ασθενών δήλωσαν ότι έχουν βιώσει συμπτώματα υπογλυκαιμίας τουλάχιστον μία φορά, ωστόσο μόνο 37% ανέφερε ότι έχουν συζητήσει το θέμα της υπογλυκαιμίας με το γιατρό τους κατά τη διάρκεια των εξετάσεων ρουτίνας.

β) 28% των ασθενών δήλωσαν ότι ο γιατρός τους δεν είχε συζητήσει ποτέ μαζί τους για τα προειδοποιητικά συμπτώματα της υπογλυκαιμίας.

γ)  Σχεδόν ένα τρίτο (31%) ανέφεραν ότι ο γιατρός τους ποτέ δεν είχε συζητήσει μαζί τους για τους τρόπους
μείωσης του κινδύνου υπογλυκαιμίας.

δ) Περισσότεροι από τους μισούς (57%) ασθενείς ανέφεραν ότι θα ήθελαν να είχαν λάβει περισσότερες πληροφορίες από το γιατρό τους σχετικά με τις ενδείξεις και τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας.

ε)  Τα άτομα με διαβήτη τύπου ΙΙ διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο καρδιοπάθειας και εμφράγματος. To σάκχαρο του αίματος, n αρτηριακή πίεση και τα επίπεδα χοληστερόλης θα πρέπει επίσης να ρυθμίζονται ως μέρος του θεραπευτικού σχήματος για το διαβητικό ασθενή.  Σχεδόν το 45% των ασθενών ανέφεραν ότι δεν συζητούν με το γιατρό τους για τα επίπεδα χοληστερόλης στην εξέταση ρουτίνας, και 30% των ασθενών σπάνια είχαν συζητήσει ή δεν είχαν συζητήσει καθόλου για τους παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιοπάθειας.

«Η αντιμετώπιση του διαβήτη και ο καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι αλληλένδετα, καθώς n καρδιοπάθεια και το έμφραγμα αποτελούν κύριες επιπλοκές του διαβήτη», προσθέτει ο Δρ. Hanif. «Οι ασθενείς θα πρέπει να συζητήσουν με το γιατρό τους και να θέσουν στόχους όσον αφορά στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους, την αρτηριακή πίεση και τη χοληστερόλη, καθώς και να αναπτύξουν ένα εξατομικευμένο θεραπευτικό σχήμα».

Ναυτεμπορική