Αυτή η πανευρωπαϊκή μελέτη εξετάζει κατά πόσο, μετά την αρχική απώλεια βάρους σε υπέρβαρα άτομα, μία επακόλουθη δίαιτα πλούσια ή φτωχή σε υδατάνθρακες (υψηλού ή χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη) ή πλούσια ή φτωχή σε πρωτεΐνες, βοηθά στην καλύτερη διατήρηση του νέου σωματικού βάρους. Τα αρχικά αποτελέσματα έδειξαν ότι η δίαιτα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη πλούσια σε πρωτεΐνες ήταν ανώτερη ως προς τη διατήρηση του βάρους για 26 εβδομάδες.

Η παρούσα μελέτη αξιολόγησε ποια δίαιτα βελτίωσε περισσότερο την C αντιδρώσα πρωτεΐνη υψηλής ευαισθησίας (high sensitivity C-reactive protein (hsCRP), τα τριγλυκερίδια, τα επίπεδα χοληστερόλης και την αρτηριακή πίεση, έναντι της ομάδας μαρτύρων σε 932 υπέρβαρους ενήλικες, που έχασαν βάρος με μία δίαιτα με χαμηλές θερμίδες 8 εβδομάδων. Από τα 773 άτομα που τυχαιοποιήθηκαν σε μία από τις τέσσερις δίαιτες, 71% ολοκλήρωσαν τη μελέτη. Η μέση απώλεια βάρους κατά την περίοδο χαμηλών θερμίδων ήταν 11 Kg. Από τις επακόλουθες δίαιτες, μόνο η δίαιτα υψηλού γλυκαιμικού δείκτη φτωχή σε πρωτεΐνες οδήγησε σε ανάκτηση βάρους (+ 1,7 Kg).

Η απώλεια βάρους μείωσε την hsCRP, τη χοληστερόλη (HDL και LDL), τα τριγλυκερίδια και την αρτηριακή πίεση. Κατά τη διάρκεια της φάσης συντήρησης, η hsCRP μειώθηκε περαιτέρω στις δίαιτες χαμηλού έναντι υψηλού γλυκαιμικού δείκτη και στις δίαιτες υψηλής έναντι χαμηλής πρωτεΐνης. Η χοληστερόλη, τα τριγλυκερίδια και η αρτηριακή πίεση δεν επηρεάστηκαν διαφορετικά από τις 4 δίαιτες. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, μετά την αρχική απώλεια βάρους, μία δίαιτα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη και, σε μικρότερο βαθμό, μία δίαιτα φτωχή σε πρωτεΐνες μπορεί να μειώσει τη φλεγμονή που σχετίζεται με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο σε υπέρβαρους ενήλικες.

Σχόλιο

Με τα δύο τρίτα των ενήλικων Αμερικανών να είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, τα επιστημονικά δεδομένα για τις ενδεδειγμένες δίαιτες είναι σημαντικά. Η αρχική δημοσίευση της μελέτης αυτής έδειξε ότι ο περιορισμός των θερμίδων ήταν αναγκαίος για την απώλεια βάρους και η σύσταση της δίαιτας είχε μικρή επίδραση. Η έμφαση στις δίαιτες χαμηλού λίπους με στόχο τη μείωση της χοληστερόλης και του καρδιαγγειακού κινδύνου μπορεί να ματαιωθεί, αν τα άτομα υποκαθιστούν τις θερμίδες λίπους με υδατάνθρακες, με αποτέλεσμα την απώλεια λίγου ή καθόλου βάρους. Όπως δείχνει η παρούσα μελέτη, μία δίαιτα υψηλού γλυκαιμικού δείκτη μπορεί επίσης να αμβλύνει τη μείωση της φλεγμονής χαμηλού βαθμού, που σχετίζεται με την απώλεια βάρους, και να αυξήσει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η διατήρηση μίας δίαιτας πλούσιας σε πρωτεΐνες μπορεί επίσης να αμβλύνει τη μείωση στην hsCRP μετά την απώλεια βάρους, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό από ό,τι μία δίαιτα υψηλού γλυκαιμικού δείκτη. Ωστόσο, οι πλούσιες σε πρωτεΐνες δίαιτες είναι γνωστό ότι βελτιώνουν το προφίλ λιπιδίων. Δεν είναι γνωστό τι συνέπεια θα έχει η ισορροπία μεταξύ χαμηλότερης LDL χοληστερόλης και υψηλότερης φλεγμονής στο μεταγενέστερο καρδιαγγειακό κίνδυνο, αλλά αφού η χοληστερόλη μπορεί να μειωθεί με άλλα μέσα, η χαμηλότερη φλεγμονή με μία δίαιτα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη θα μπορούσε να είναι περισσότερο σημαντική. Συνοπτικά, η μελέτη αυτή υποστηρίζει την υιοθέτηση των διαιτών χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη με χαμηλότερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες για την απώλεια βάρους και τη διατήρησή της.

Ισχυρό σημείο της μελέτης είναι ότι περιέλαβε άτομα κατά τα άλλα υγιή, χωρίς διαβήτη, κακοήθη παχυσαρκία ή άλλες χρόνιες νόσους. Επίσης, η μελέτη διαχώρισε τις επιδράσεις της απώλειας βάρους από εκείνες της σύστασης της δίαιτας. Ωστόσο, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι επιδράσεις της απώλειας βάρους σε όλες τις παραμέτρους – μεταβολικές, φλεγμονής και αρτηριακής πίεσης – ήταν μεγαλύτερες από εκείνες της σύστασης της δίαιτας.

Περίληψη και Σχόλιο

Από τον Michael HCrawfordMD

ΠηγήGogebakan O, et al. Effects of weight loss and long-term maintenance with diets varying in protein and glycemic index on cardiovascular risk factors: The Diet, Obesity, and Genes (DiOGenes) study: A randomized controlled trial. Circulation 2011; 124: 2829-2838.