Διαφορά έστω και μισής μονάδας ίσως κρύβει περιφερική αρτηριακή νόσο!

Στο ευρύ κοινό παραμένει άγνωστο, αλλά η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, η Διεθνής Εταιρία για την Υπέρταση όπως και η Ευρωπαϊκή Εταιρία Υπέρτασης έχουν υιοθετήσει τη σύσταση -την οποία οφείλουν να γνωρίζουν ιατροί και νοσηλευτές- για υποχρεωτική μέτρηση της αρτηριακής πίεσης και στα δύο χέρια των υπερτασικών. Και αυτό γιατί, όπως αποδεικνύει και πρόσφατη μελέτη του πανεπιστημίου Exeter, μία διαφορά της τάξης της μισής μονάδας (5 mm/Hg) στη λεγόμενη «μεγάλη», αρτηριακή συστολική πίεση, μεταξύ των δύο χεριών μπορεί να υποκρύπτει την ύπαρξη περιφερικής αρτηριακής νόσου, την οποία ενδεχομένως ο ασθενής δεν έχει καν αντιληφθεί.

Στους γιατρούς ήταν ήδη γνωστό ότι η απόκλιση αυτή υποκρύπτει αυξημένο κίνδυνο για στένωση ή σκλήρυνση των αρτηριών και για μείωση της ροής αίματος στα πόδια και στις κνήμες αλλά και στον εγκέφαλο. Η περιφερική αγγειακή νόσος που εκδηλώνεται συχνότερα σε διαβητικούς και σε καπνιστές προκαλεί στένωση αρτηριών δημιουργώντας κίνδυνους απόφραξης, με ισχαιμία, ζωτικών οργάνων και κίνδυνο θανάτου ή σοβαρών μόνιμων αναπηριών.


Οι Βρετανοί ερευνητές του Exeter, που μελέτησαν δείγμα 3.000 υγιών μεν αλλά υπερτασικών ατόμων ηλικίας 50 έως 70 ετών, διαπίστωσαν ότι η ελάχιστη αυτή διαφορά στην πίεση μεταξύ δεξιού και αριστερού χεριού μαρτυρεί ότι έχουν διπλάσιες πιθανότητες να υποστούν σοβαρό -μοιραίο ίσως- καρδιακό επεισόδιο σε ορίζοντα οκταετίας. Παρότι το δείγμα των υπερτασικών δεν περιλάμβανε άτομα με συμπτώματα καρδιακής νόσου, οι μετρήσεις θεωρούνται ανησυχητικές καθώς στο 60% των συμμετεχόντων στη μέτρηση διαπιστώθηκε απόκλιση μετρήσεων πίεσης μεταξύ αριστερού και δεξιού χεριού.

Από παλαιότερες μελέτες έχει επισημανθεί ότι όσο η απόκλιση της μέτρησης μεταξύ αριστερού και δεξιού χεριού μεγαλώνει -χωρίς να έχει σημασία σε ποιο χέρι μετράται υψηλότερη αρτηριακή πίεση ούτε εάν η μέτρηση γίνεται διαδοχικά ή ταυτόχρονα- τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος, καθώς αποκαλύπτεται ότι υπάρχει σοβαρή βλάβη σε κεντρική αρτηρία στο ένα ήμισυ του σώματος. Για παράδειγμα εάν η διαφορά υπερβαίνει τα 15 mm/ Hg ο κίνδυνος θανάτου λόγω καρδιαγγειακής νόσου (εγκεφαλικά επεισόδια, έμφραγμα, καρδιοπάθειες) αυξάνεται κατά 70%.